απειλητης

απειλητης
    ἀπειλητής
    -οῦ ὅ Diod. = ἀπειλητήρ См. απειλητηρ

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απειλητης" в других словарях:

  • απειλητής — ἀπειλητής, ο (Α) ο απειλητήρ …   Dictionary of Greek

  • ἀπειλητής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειληταί — ἀπειλητής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απειλώ — (I) ἀπειλῶ ( έω) (Α) 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω βίαια 2. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 3. παθ. α) πέφτω σε στενοχώρια β) συνωθούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + ειλέω (Ι) «συγκεντρώνω, πιέζω»]. (II) (AM ἀπειλῶ, έω) εκφοβίζω, φοβερίζω νεοελλ. παθ. επίκειμαι ως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»